- ἐπιμονῆς
- ἐπιμονήtarryingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ожиданиѥ — ОЖИДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. 1.Промедление, задержка; прекращение: трѹдивъшиимъ же сѧ зѣло. въ ожидании по семь ослабѣвъшимъ. (ἐν ταῖς ὑπερϑέσεσιν) КЕ XII, 223а; аще же не съблюдъши заповѣди за иного поидеть. и самѹ и поимъшаго ю ˫ако прелюбодѣца [так!] … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… … Dictionary of Greek
σκολίωση — (Ιατρ.). Παρέκκλιση της σπονδυλικής στήλης προς τα πλάγια με επακόλουθη σύστρεψη των σπονδύλων και σχετική παραμόρφωση του θώρακα του πάσχοντος ατόμου. Τα αίτια της σ. μπορεί να είναι συγγενή (ανωμαλίες οστικές) ή επίκτητα τα τελευταία, που είναι … Dictionary of Greek
διαλείπουσα χωλότητα — Πάθηση που μοιάζει με τη στηθάγχη, υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζεται ως άλγος –και όχι ως ασθένεια– και συνήθως παρουσιάζεται μόνο έπειτα από σωματική άσκηση. Ο πόνος της δ.χ., ο οποίος εντοπίζεται στον γλουτό, στον μηρό, στους μυς της κνήμης ή… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Κλεισούρας, στενά — Στενωπός της δυτικής Μακεδονίας, στην περιοχή όπου συναντώνται τα όρια των νομών Καστοριάς, Φλωρίνης και Κοζάνης, μεταξύ των νότιων απολήξεων του όρους Βέρνου Βίτσι και των βόρειων απολήξεων του όρους Άσκιου Σινιάτσικου. Ονομάστηκαν έτσι από τον… … Dictionary of Greek
Κλοτ μπέης, Αντουάν — (Antoine Clot bey, 1793 – Μασσαλία 1868). Γάλλος γιατρός. Μολονότι ήταν πάμφτωχος, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ, από το οποίο αποφοίτησε το 1820. Το 1825, προσκλήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του, ως αρχίατρος… … Dictionary of Greek